αἰόλισμα

αἰόλισμα
αἰόλισμα
varied tones
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • αιόλισμα — αἰόλισμα, το (Α) [αἰολίζω ΙΙ] ποικίλο μέλος …   Dictionary of Greek

  • αιολίζω — (I) αἰολίζω (Α) [αἴολος] διαστρέφω κάτι με ψεύτικα λόγια, με σοφιστείες. (II) αἰολίζω (Α) 1. μιμούμαι τους Αιολείς 2. συνθέτω κατά τον αιολικό τρόπο 3. μιλώ την αιολική διάλεκτο. [ΕΤΥΜΟΛ. < Αἰολεύς. ΠΑΡ. αρχ. αἰόλισμα, αἰολιστί]. (III) αἰολίζω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”